πεντετάλαντος

πεντετάλαντος
πεντε-τάλαντος [pron. full] [ᾰ], ον,
A worth or consisting of five talents,

οὐσία D.27.62

, etc. ; π. δίκη an action for the recovery of five talents, Ar.Nu. 759,774.
II weighing five talents,

βάρος Simp. in Ph. 1104.10

(v.l. πεντατ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντετάλαντος — worth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… …   Dictionary of Greek

  • πεντετάλαντον — πεντετάλαντος worth masc/fem acc sg πεντετάλαντος worth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεταλάντου — πεντετάλαντος worth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πεντατάλαντος — ον Α βλ. πεντετάλαντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”